κικνία

κικνία
κικνία· μικρὰ φθειρία, Hsch. [full] κίκνωψ· θηρίον, Id. (cf. κνώψ, κινώπετον). [full] κικοβαυλιτίδες· κογχυλίου τι γένος μέλαν, καὶ τὰ ἐκ στέατος σκωλήκια, Id.; cf. κικίβαλος. [full] κίκους· ὁ νέος τέττιξ, Id. [full] κικριβιντίς· ἀνδράχνη, Id.; cf. κιχληβῶτις.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”